Γέμισα καντήλες
γαμώ τα καντήλια μου
Η υδροκορτιζόνη
μόνη δεν με σώνει
Μου χαμογέλασε γλυκά
και μού 'πε ωραία και φιλικά
Κατάπιε τούτο το χαπάκι
Κάτσε να φέρω και νεράκι
Κι άμα δεν σου φύγει,
αν σε πιάσουν ρίγη,
πέρνα να σε δούμε,
λύση να σου βρούμε
Κυρία νοσοκόμα!
Μι' αντιισταμίνη ακόμα!
Μη τη φωνάζεις τη γιατρό,
αφού το ξες το γιατρικό
Οι άνθρωποι σου φέρονται αλλιώς όταν φοράς κοστούμι
Ε, το βαρέθηκα να είμαι κουρελής
Η εμφάνισή μου φτωχική και ευτελής
Όταν το φόρεσα για πρώτη μου φορά
Ευθύς αμέσως πρόσεξα τη διαφορά
Δεν δικαιούμαι τάχα λέω, ο φτωχός
νά 'χω κι εγώ ένα κο(υ)στούμι Hugo Boss;
Να το μοστράρω που και που και να κορδώνομαι
Στο κάτοπτρο να με τηράω, να καμαρώνομαι
Στην κουπαστή του εξώστη, σαν το Βούρο
να ακουμπώ και πιπιλίζοντας το πούρο
μ' αρχοντικό το βλέμα ν' αγναντεύω
τον κόσμο να πουλώ, να παζαρεύω
Στα μήτινγκ φτάνοντας στο παραδύο
να κάθομαι με άνεση και μπρίο
και το μπατζάκι να σηκώνω φάλτσα
αποκαλύπτοντας τη μαύρη λεπτή κάλτσα
Ιντερλούδιο:
Ως γνωστόν, άν η κάλτσα δεν είναι "Καρούζος"
τραγικόν, σαν στην πίστα το πόδι λυγίσεις
γελαστός, παλαμάκια και πας να χτυπήσεις
μικροαστός, για τις γκόμενες θα καταντήσεις
Να γίνω έτσι, εν μία νυκτί
κοινωνική μονάδα εκλεκτή
όχι παρείσακτος σαν το Σκαθαροζούμη
και όλα τούτα θα τα οφείλω στο κοστούμι
Αλλιώς
είμ' ένας λέτσος και μισός
κι ουδείς θα δώσει ιμπορτάντζα
σε μένα - μία λαϊκάντζα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)